- απαρυτω
- ἀπαρύτωἀπ-ᾰρύτωдосл. снимать черпаком, вычерпывать, перен. отнимать, уменьшать, убавлять
(τι и τινος Plut.)
τῆς μνήμης ἀπαρυτόμενος Plut. — с ослабевшей памятью
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τι и τινος Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
απαρύω — ἀπαρύω κ. ἀπαρύτω (Α) [αρύω ( τω)] 1. αποσύρω, αφαιρώ 2. μτφ. α) αφαιρώ τη δύναμη κάποιου β) εξαντλώ … Dictionary of Greek
αρύω — (και αρύομαι) (AM ἀρύω, Α και ἀρύτω) μτφ. αντλώ, συγκεντρώνω υλικά αγαθά ή πληροφορίες από κάποια πηγή ή πηγές αρχ. 1. αντλώ νερό ή άλλο υγρό 2. μέσ. α) υδρεύομαι β) (για αστέρια) ανατέλλω. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη ότι το αρύω είναι… … Dictionary of Greek